- μυροποιοῦ
- μυροποιόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυροποιία — η [μυροποιός] 1. η τέχνη παρασκευής μύρων, η τέχνη τού μυροποιού, αρωματοποιία 2. εργοστάσιο, βιομηχανία παρασκευής αρωμάτων … Dictionary of Greek
μυροποιείο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο τού μυροποιού, το αρωματοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. μυροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek